μπούκωμα

μπούκωμα
το [μπουκώνω]
1. το γέμισμα, η υπερπλήρωση τού στόματος με μεγάλη ποσότητα τροφής
2. (για μηχάνημα) μτφ. παρεμπόδιση λειτουργίας λόγω υπερπλήρωσης
3. μτφ. παραγέμισμα, βούλωμα, στούπωμα, φράξιμο,
4. δυσκολία στην αναπνοή από κρυολόγημα
5. μτφ. δωροδοκία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπούκωμα — το 1. το γέμισμα του στόματος με τροφή: Από το μπούκωμα δεν μπορούσε να γελάσει. 2. βούλωμα: Το μπούκωμα του σωλήνα. 3. μτφ., δωροδοκία, εξαγορά: Τον έκανε να σωπάσει με μπούκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνάχι — (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”