- μπούκωμα
- το [μπουκώνω]1. το γέμισμα, η υπερπλήρωση τού στόματος με μεγάλη ποσότητα τροφής2. (για μηχάνημα) μτφ. παρεμπόδιση λειτουργίας λόγω υπερπλήρωσης3. μτφ. παραγέμισμα, βούλωμα, στούπωμα, φράξιμο,4. δυσκολία στην αναπνοή από κρυολόγημα5. μτφ. δωροδοκία.
Dictionary of Greek. 2013.